ἀπεραντολογία

From LSJ
Revision as of 18:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεραντολογία Medium diacritics: ἀπεραντολογία Low diacritics: απεραντολογία Capitals: ΑΠΕΡΑΝΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: aperantología Transliteration B: aperantologia Transliteration C: aperantologia Beta Code: a)perantologi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
charla interminable, saturis auribus scolica dape atque ebriis sophistice aperantologia Varro Sat.Men.144, cf. Cic.Att.246.4, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεραντολογία: ἡ Luc. = ἀπειρολογία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.

Greek Monolingual

η (AM ἀπεραντολογία)
πολυλογία, φλυαρία.

Greek Monotonic

ἀπεραντολογία: ἡ, = ἀπειρολογία, πολυλογία, ακατάπαυστη φλυαρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἀπεραντολόγος = ἀπειρολογία, Luc.]