ἀπρόσφορος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, dangerous, νήσους ναύταις ἀπροσφόρους E.IA287(lyr.); unsuitable, Herod. Med. ap. Orib.10.18.6; incongruous, Tz.adHes.Op.735. Adv. -ρως Steph.in Hp.1.223D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1peligroso τὰς Ἐχίνας λιπὼν νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους E.IA 287.
2 inapropiado ἀπρόσφοροι δὲ καὶ οἱ πρὸ τῶν παροξυσμῶν ἱδρωτικοί Herod.Med. en Orib.10.18.6, μέτροι An.Ox.3.330, cf. Hsch.α 6857
•incompetente δικαστής Cod.Iust.3.1.12.2, 7.51.5.1.
II adv. -ως de forma inapropiada ἀ. τοῦτο εἴρηκεν Steph.in Hp.1.223.
German (Pape)
[Seite 340] unnahbar, Eur. I. A. 287, übertr., unangemessen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'accès difficile ou dangereux.
Étymologie: ἀ, πρόσφορος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσφορος: неприступный, опасный (νῆσος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσφορος: -ον, ἀσύμφορος, ἀκατάλληλος, ἐπικίνδυνος, τὰς Ἐχινάδας λιπὼν νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους Εὐρ. Ι. Α. 287. - Ἐπίρρ. -ρως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόσφορος, -ον)
ασύμφορος, ακατάλληλος
αρχ.
απροσπέλαστος, επικίνδυνος.
Greek Monotonic
ἀπρόσφορος: -ον, ακατάλληλος, ασύμφορος, αυτός που εγκυμονεί κινδύνους, σε Ευρ.
Middle Liddell
unsuitable, dangerous, Eur.