ἐκσύρω
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
[ῡ], sweep away, in aor. Pass. ἐξεσύρη [ῠ] AP9.56 (Phil.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. pas. ἐξεσύρη [-ῠ-] AP 9.56 (Phil.); perf. part. ἐξεσυρμένος PVat.11re.7.47 (II d.C.)]
barrer, fig. arrastrar en v. pas. τὸ μὲν ἐξεσύρη λοιπὸν δέμας el resto del cuerpo fue arrastrado por las aguas AP l.c., πρασ(ιαὶ) ... ἐξεσυρμέναι quizá ref. terrenos de aluvión PVat.l.c., cf. 8.22.
German (Pape)
[Seite 779] herausziehen, ἐξεσύρη δέμας Philp. 71 (IX, 56).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσύρω: (ῡ) вытаскивать (ἐξεσύρη δέμας, sc. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσύρω: ῡ, σύρω ἔξω, Ἀνθ. Π. 9. 56, ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἐξεσύρη ῠ.
Greek Monolingual
ἐκσύρω (Α)
σέρνω έξω, αποκομίζω (παθ. αόρ., εξεσύρη
σύρθηκε έξω, Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐκσύρω: [ῡ], σύρω βίαια κάποιον προς τα έξω, σε Ανθ.· Παθ. αόρ. βʹ ἐξεσύρην [ῠ].