ἐνάργεια

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάργεια Medium diacritics: ἐνάργεια Low diacritics: ενάργεια Capitals: ΕΝΑΡΓΕΙΑ
Transliteration A: enárgeia Transliteration B: enargeia Transliteration C: enargeia Beta Code: e)na/rgeia

English (LSJ)

ἡ, A clearness, distinctness, vividness, Pl.Plt.277c. 2 Philos., clear and distinct perception, Epicur.Ep.1p.11U., al. 3 Rhet., vivid description, D.H.Lys.7; joined with συντομία, Phld. Po.5.3. II clear view, Ἰταλίας Plb.3.54.2, etc. III selfevidence, Phld.Sign.15,al.; ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10; παρὰ τὴν ἐ. contrary to manifest facts, Olymp.in Mete.215.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 viveza, claridad τῶν χρωμάτων Pl.Plt.277c.
2 vista, visión, contemplación ἡ τῆς Ἰταλίας ἐ. desde los Alpes, Plb.3.54.2.
3 ret. y lit. viveza descriptiva τὴν δὲ ἐνάργειαν καὶ τὸ πιθανόν Demetr.Eloc.208, ἔχει ... ἐνάργειαν πολλὴν ἡ Λυσίου λέξις D.H.Lys.7.1, ἐ. ... πρώτη μὲν τῶν ἐπιθέτων ἀρετῶν D.H.Pomp.3.17, cf. Dem.58.3, Aristid.Quint.70.14.
4 fil. evidencia esp. fruto de una clara percepción sensorial, Epicur.Ep.[2] 48, Nat.34.21.3, Phld.Sign.15.26, ἡ ἐγδηλοτάτη ἐ. Phld.Elect.13.10, cf. Sens.18.13, τὸ ἐναντίον ... ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10, εἰς ἐνάργειαν νοήσεως Gal.4.80, κατ' ἐνάργειαν de forma evidente Phld.Elect.16.9, παρὰ τὴν ἐνάργειαν contra la evidencia Olymp.in Mete.215.12.
5 relig. manifestación, aparición milagrosa de un dios, epifanía ἐποιήσαντο προφανεῖς ἐναργείας Zeus Panamaro y Hécate IStratonikeia 1101.4 (II d.C.), cf. 512.27 (I a.C.), Eust.629.8.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, Klarheit, Deutlichkeit, lebendige Darstellung von Etwas, so daß man es deutlich vor Augen zu sehen glaubt, z. B. Ἰταλίας, Pol. 3, 54, 2; Plat. Polit. 277 c; Pol. 3, 111, 3 u. öfter; bes. bei den Rhett., wie Dionys. iud. Lys. 7 erkl.: δύναμίς τις ὑπὸ τὰς αἰσθήσεις ἄγουσα τὰ λεγόμενα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάργεια:яркость, ясность, отчетливость (sc. τῶν χρωμάτων Plat.): ἡ τῆς Ἰταλίας ἐ. Polyb. ясный вид на Италию, т. е. Италия уже видна.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάργεια: ἡ, σαφήνεια, εὐκρίνεια, τρανότης, Πλάτ. Πολιτικ. 277C· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ζωηρὰ περιγραφή, δύναμίς τις ὑπὸ τὰς αἰσθήσεις ἄγουσα τὰ λεγόμενα Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 7. ΙΙ. ἐναργὴς θέα, Πολύβ. 3. 54, 2, κλ., ἴδε· καὶ Μεγ. Ἐτυμ. 337, 5.

Greek Monolingual

η (AM ἐνάργεια)
η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως
αρχ.
1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια
2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως
3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα του ευκολοαπόδεικτου
4. (φιλοσ.) σαφής αντίληψη, κατανόηση.