ἐπίσκοτος
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ον, in the dark, darkened, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα, of the sun, prob. in Pi.Pae.9.5, dub.l.in Plu.Aem.17.
German (Pape)
[Seite 980] verfinstert, χώρα Plut. Aemil. 17, nach Reiske's Conj.; vgl. Pind. fr. 74, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans l'ombre, obscur.
Étymologie: ἐπί, σκότος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσκοτος: погруженный в тьму, покрытый тенью (χώρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκοτος: -ον, ὁ ἐν τῷ σκότει ὤν, ἐσκοτισμένος, παρελθοῦσα ἡ σελήνη τὴν ἐπ. χώραν (ἐπὶ ἐκλείψεως) Πλουτ. Αἰμίλ. 17· ἐντεῦθεν ὁ Ἕρμανν. διώρθωσεν ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα, ἐπὶ τῆς ἀκτῖνος τοῦ ἡλίου, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4, ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου ἐπισκόπτεν.
English (Slater)
ἐπίσκοτος, -ον darkened ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα (sc. ἀκτὶς ἀελίου: v.l. ἐπίσκοπον, -οπτον, -οπτεν; of the sun in eclipse) (Pae. 9.5)
Greek Monolingual
ἐπίσκοτος, -ον (Α) σκότος
αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι.
Greek Monotonic
ἐπίσκοτος: -ον, αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι, σκοτεινιασμένος, μαυρισμένος, σκυθρωπός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπί-σκοτος, ον
in the dark, darkened, Plut.