ἑλκαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(ἕλκανον) fester, A.Ch.843.
Spanish (DGE)
sufrir una herida fig. δόμοις ... φόνῳ τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις para el palacio herido y lacerado por una muerte anterior A.Ch.843.
German (Pape)
[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκαίνω: страдать от ран, быть раненным Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἑλκαίνω: (ἕλκος), έχω έλκος, είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.