ἑρμογλύφος

From LSJ
Revision as of 20:07, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμογλύφος Medium diacritics: ἑρμογλύφος Low diacritics: ερμογλύφος Capitals: ΕΡΜΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: hermoglýphos Transliteration B: hermoglyphos Transliteration C: ermoglyfos Beta Code: e(rmoglu/fos

English (LSJ)

ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]