ἱπποτυφία

From LSJ
Revision as of 21:26, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτῡφία Medium diacritics: ἱπποτυφία Low diacritics: ιπποτυφία Capitals: ΙΠΠΟΤΥΦΙΑ
Transliteration A: hippotyphía Transliteration B: hippotyphia Transliteration C: ippotyfia Beta Code: i(ppotufi/a

English (LSJ)

ἡ, (τῦφος) horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.

German (Pape)

[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faste ou orgueil excessif.
Étymologie: ἵππος, τῦφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποτῡφία:неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. ατυφία, σεμνοτυφία].

Greek Monotonic

ἱπποτῡφία: ἡ (τῦφος), υπερβολική έπαρση, αλαζονεία που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱππο-τῡφία, ἡ, τῦφος
horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.