γάποτος

From LSJ
Revision as of 18:02, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάποτος Medium diacritics: γάποτος Low diacritics: γάποτος Capitals: ΓΑΠΟΤΟΣ
Transliteration A: gápotos Transliteration B: gapotos Transliteration C: gapotos Beta Code: ga/potos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.

German (Pape)

[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάποτος -ον [γῆ, πίνω Dor., opgezogen door de aarde. Aeschl. Ch. 95.

Greek Monolingual

γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.

Greek Monotonic

γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


to be drunk up by Earth, of libations, Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.

English (Woodhouse)

drunk by the earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)