ασφαλής

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές (AM ἀσφαλής, -ές)
Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός
2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά
3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής
4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει κανείς
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσφαλές
η ασφάλεια, η βεβαιότητα, η ορθότητα
αρχ.
1. έμπιστος, πιστός
2. (για ρήτορα) πειστικός
3. φρ. α) «έν τῷ ἀσφαλεῖ» — με ασφάλεια, με βεβαιότητα
β) «ἀσφαλές ἀγορεύω» — χωρίς δισταγμούς, άνετα
γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῖν τι» — είναι ακίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι
II. επίρρ. ασφαλώς (AM ἀσφαλῶς)
με ασφάλεια, χωρίς κίνδυνο
νεοελλ.
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σφαλής < σφάλλω. Το ουδ. σφάλος, στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., είναι αμφίβολο].