βρωτός
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
ή, όν, A to be eaten, Archestr.Fr.28; φάρμακον, opp. ποτόν, Porph.Abst.1.27. II βρωτόν, τό (τὸν β. Bull.Soc.Alex.6.45), meat, opp. ποτόν, X.Mem.2.1.1; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110, cf. LXX 1 Es.5.54, Aristeas 128, PSI1.64.21 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 masticable de medicamentos op. ποτόν Porph.Abst.1.27
•subst. medicamento sólido μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασιν odio a quienes quieren alargar su vida con medicamentos sólidos, pócimas y hechizos E.Supp.1110, cf. LXX 1Es.5.53, PSI 64.21 (I a.C.).
2 comestible θνησειδίαι Pythag.B 1a, σάλπη Archestr.SHell.159
•subst. τό β. alimento sólido, comida Archestr.SHell.133
•op. ποτόν: ἐγκράτεια πρὸς ἐπιθυμίαν βρωτοῦ καὶ ποτοῦ X.Mem.2.1.1
•en plu. ἔνια ... τῶν βρωτῶν οὕτως ἕψεται Thphr.Ign.43
•op. ποτά Hp.Epid.6.4.7, Gal.17(2).137, 138, 292, cf. Aristeas 128, LXX Ib.33.20, Phld.Mus.4.18.26
•plu. βρωτά animales destinados a ser comidos, PK 2 (p.14.20).
German (Pape)
[Seite 467] eßbar, καὶ ποτός Eur. Suppl. 1110; Xen Mem. 2, 1, 1; καὶ ποτά 4, 2, 31; Archestr. Ath. VII 321 e.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mangeable ; τὸ βρωτόν XÉN nourriture solide.
Étymologie: adj. verb. de βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
βρωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ βιβρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, φαγητόν· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110.
Greek Monolingual
βρωτός, -ή, -όν (Α)
1. φαγώσιμος
2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά- «καταβροχθισμένος»].
Greek Monotonic
βρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του βι-βρώσκω, αυτός που μπορεί να φαγωθεί· βρωτόν, τό, το κρέας, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
verb. adj. of βιβρώσκω,]
to be eaten:— βρωτόν, meat, Eur., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρωτός -ή -όν βιβρώσκω eetbaar; subst. n. τὸ βρωτόν voedsel, eten.