προσψηφίζομαι

From LSJ
Revision as of 15:01, 1 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσψηφίζομαι Medium diacritics: προσψηφίζομαι Low diacritics: προσψηφίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prospsēphízomai Transliteration B: prospsēphizomai Transliteration C: prospsifizomai Beta Code: prosyhfi/zomai

English (LSJ)

Dor. ποτιψᾱφίζομαι Supp.Epigr.3.674A18(Rhodes, ii B.C.):—vote besides, τινὰ εἴργεσθαι τῆς ἀγορᾶς Lys.6.24; Καίσαρι πενταετίαν App.BC2.18, cf. D.C.37.31, etc.: c. inf., π. τὴν σύγκλητον ὀμόσαι πᾶσαν Plu.Cat.Mi.32:—Pass., προσεψηφίσθη it was also voted, c. acc. et inf., D.C.56.28; τὰ προσεψηφισμένα, τὰ προσψηφισθησόμενα, Inscr.Magn.92b.15, 101.89.

German (Pape)

[Seite 789] durch Stimmenmehrheit dazu beschließen; Lys. 6, 24; Plut. durch Stimmenmehrheit dazu beschließen; Lys. 6, 24; Plut.

French (Bailly abrégé)

voter ou décider en outre.
Étymologie: πρός, ψηφίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ψηφίζομαι extra besluiten, met AcI:. προσεψηφίσασθε ὑμεῖς αὐτὸν εἴργεσθαι τῆς ἀγορᾶς u heeft speciaal besloten dat hij van de markt uitgesloten werd Lys. 6.24.

Russian (Dvoretsky)

προσψηφίζομαι: сверх того постановлять голосованием, выносить дополнительное решение Lys., Plut.

Greek Monolingual

Α
1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου
2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη
αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία.

Greek Monotonic

προσψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Μέσ., ψηφίζομαι επιπλέον, παρέχω με την πλειονότητα των ψήφων, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσψηφίζομαι: Μέσ., ψηφίζομαι προσέτι, εἵργεσθαί τινα τῆς ἀγορᾶς Λυσ. 105. 23· παρέχω διὰ πλειονοψηφίας, τινί τι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 32, Δίωνα Κ. 37. 31, κτλ.· - κεῖται παθητικῶς ἐν τῷ ἀορ., προσεψηφίσθη, ἐψηφίσθη, δηλ. ἀπεφασίσθη προσέτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 56. 28.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Mid. to vote besides, grant by a majority of votes, Plut.