ἀποθρῴσκω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
aor. ἀπέθορον, A leap off from, νηός Il.2.702; ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός, Hdt.1.80, 7.182; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773: abs., spring away, Opp.H.1.206. 2 leap up from, rise from, καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58. 3 rebound from, ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. AP9.443 (Paul. Sil.). 4 break off, of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς Hes.Sc.375.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀπέθορον Il.2.702]
1 lanzarse, salir despedido ἰοί τε ... ἀπὸ νευρῆφι θορόντες Il.16.773, πέτραι Hes.Sc.375, ἀντιτύπου ... ἀποθρῴσκει Ἔρως κραδίης Eros sale despedido de un corazón duro, AP 9.443 (Paul.Sil.), ἀποθρῴσκοντα λοχείης υἱέα al hijo que salía a luz del parto Nonn.D.38.146
•elevarse καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.
2 saltar νηός Il.2.702, c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῶν ἵππων Hdt.1.80, cf. 3.129, abs. Hdt.7.182, Opp.H.1.206.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποθοροῦμαι, ao.2 ἀπέθορον;
1 s'élancer hors de, gén.;
2 s'élancer du haut de.
Étymologie: θρῴσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθρῴσκω: и ἀποθρώσκω (fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)
1) спрыгивать, соскакивать (τινός Hom. и ἀπό τινος Hom., Her.);
2) подниматься, вздыматься (καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει ἔρως κραδίης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθρῴσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἀπέθορον: ― πηδῶ ἐξω ἢ πηδῶ κάτω ἀπό τινος, νηὸς ἀποθρῴσκοντα Ἰλ. Β. 702· ἀποθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Ἡρόδ. 1. 80· ἀποθορόντες [τῆς νηὸς] 7. 182· ἐπὶ βελῶν, ἐν τμήσει, ἀπὸ νευρῆφι θορόντες, «ἐκπηδῶντες» (Γαζῆς), Ἰλ. Π. 773. ΙΙ. ἀναπηδῶ ἐκ τινος, ἀνέρχομαι, ἱέμενος κὰι καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Ὀδ. Α. 58· ἔρως κραδίης ἀπ. Ἀνθ. Π. 9. 443 2) ἀποσπῶμαι καὶ κατακρημνίζομαι, ἐπὶ πετρῶν (βράχων) κατακυλιομένων ἐξ ἀποτόμων ὀρέων, ὡς δ’ ὅτ’ ἀφ’ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο πέτραι ἀποθρῴσκωσιν, ἐπ’ ἀλλήλαις δὲ πέσωσι… εἵως πεδίονδ’ ἀφίκωνται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 375.
Greek Monotonic
ἀποθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἀπέθορον· πηδώ έξω ή κάτω από, νηός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀφ' ἵππου, ἀπὸ νεός, σε Ηρόδ.
II. αναπηδώ από, ανέρχομαι, υψώνομαι από· καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.
German (Pape)
(θρῴσκω,
1 herabspringen, νηός Il. 2.702, 16.748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23.32; ἀπ' ἵππου Her. 3.129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1.80.
2 abspringen, weggeschnellt werden, Il. 16.773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15.314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον.
3 von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1.58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.