Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Full diacritics: μονόχρους | Medium diacritics: μονόχρους | Low diacritics: μονόχρους | Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΥΣ |
Transliteration A: monóchrous | Transliteration B: monochrous | Transliteration C: monochrous | Beta Code: mono/xrous |
-ουν, contr. for μονόχροος.
μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, πολύχρους].
ουν, zusammengezogen aus μονόχροος.