συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
συνεξεγείρω: одновременно возбуждать: συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην Polyb. раздраженные причиненным им ущербом.
(ἐγείρω), mit oder zugleich aufwecken, ermuntern, aufregen, συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην, Pol. 4.47.3.