ὑβός

From LSJ
Revision as of 19:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβός Medium diacritics: ὑβός Low diacritics: υβός Capitals: ΥΒΟΣ
Transliteration A: hybós Transliteration B: hybos Transliteration C: yvos Beta Code: u(bo/s

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν, humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Gegensatz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.

Russian (Dvoretsky)

ὑβός: v.l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].

Greek Monotonic

ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑ¯βός, ή, όν
hump-backed, Theocr.

Frisk Etymology German

ὑβός: {hubós}
Forms: (ὗβε [Vok.] Theok. 5, 43 metr. bedingt?)
Meaning: ’bucklig’ (Hp., Theok.), ὕβος (codd.; für ὗ-?) m. Buckel, Höcker, eines Kamels, eines kyprischen Ochsen (Arist.).
Derivative: Davon ὑβόομαι bucklig werden (Gal.) mit ὕβωμα n. Buckel (von ὕβος erweitert? Chantraine Form. 187), -ωσις f. Buckligkeit (Hp., Gal.).
Etymology : Mit seinem β-Element gehört ὑβός zur selben Gruppe wie στραβός, κλαμβός und andere Bez. körperlicher Gebrechen (Chantraine Form. 261); es kann somit von diesen Wörtern formal beeinflußt sein. Eine überzeugende Etymologie fehlt. Hypothese von Petersson Balt. u. Slav. Wortstud. (Lund 1918) 74: zu lit. subinė̃ After, Hinterer, Gesäß, das von *subas = ὗβος abgeleitet wäre. Für voridg. Ursprung von ὑβός, κυφός ebenso wie von aind. kubjá-, kubhrá- Lombardo Ist. Lomb. 91, 243 f. — Frühere Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,953

Mantoulidis Etymological

(=καμπούρης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.