εὐτακτέω
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A to be orderly, behave well, Th.8.1, X.Mem.4.4.1, etc.; of soldiers, obey discipline, ib.3.5.21; εὐ. πρὸς ἀρχήν to be obedient towards... Plu.Cam.18; to be continent, Epict.Ench.29.2, D.L.4.42, AP5.39.7 (Nicarch.). II Act., pay regularly, τοὺς φόρους PHib. 1.35.6 (iii B.C.), cf. POxy.1471.16 (i A.D.); τὰ ὀψώνια PSI4.350.2 (iii B.C.), etc.:—Pass., ὅπως οἱ μισθοὶ τοῖς παιδευταῖς εὐτακτέωνται SIG 672.10 (Delph., ii B.C.), cf. BGU1107.11. III Pass., to be reduced to order, ὑπὸ τοῦ διανοητικοῦ ὡς ὑπό τινος ἰσότητος Nicom.Ar.1.23; -ουμένη ἀπόβασις, def. of εἱμαρμένη, Theol.Ar.60: c. acc. cogn., τὸν τοῦ νοῦ λόγον -ούμενος Iamb.VP15.66.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
litt. garder son rang, d'où
1 observer la discipline, être discipliné;
2 p. ext. remplir son devoir;
3 particul. observer la tempérance, être tempérant en parl. des plaisirs de l'amour.
Étymologie: εὔτακτος.
Russian (Dvoretsky)
εὐτακτέω:
1 соблюдать строгий порядок, быть дисциплинированным Thuc., Xen.: εὐ. πρὸς ἀρχήν Plut. повиноваться власти;
2 соблюдать меру, быть воздержным Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτακτέω: εἶμαι εὔτακτος, φέρομαι καλῶς, Θουκ. 8. 1, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 1, κτλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, ὑπακούω, πειθαρχῶ, αὐτόθι 3. 5. 21· εὐτ. πρὸς ἀρχήν, εἶμαι εὐπειθής, εἰς..., Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
Greek Monotonic
εὐτακτέω: μέλ. -ήσω, είμαι μεθοδικός, τακτικός, συμπεριφέρομαι καλά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες, υπακούω, πειθαρχώ, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐτακτέω, fut. -ήσω
to be orderly, behave well, Thuc., Xen., etc.: of soldiers, to obey discipline, Xen. [from εὔτακτος
German (Pape)
gute Ordnung, Mannszucht halten, bes. von Soldaten, Thuc. 8.1; Xen. Cyr. 8.5.14, Mem. 4.4.1 und Sp., wie Plut., πρὸς ἀρχήν Cam. 18; Rufin. 2 (V.40); das pass. hat Iambl. v. P.