συλλοχίζω

From LSJ
Revision as of 16:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλοχίζω Medium diacritics: συλλοχίζω Low diacritics: συλλοχίζω Capitals: ΣΥΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: syllochízō Transliteration B: syllochizō Transliteration C: syllochizo Beta Code: sulloxi/zw

English (LSJ)

A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω. II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.

Russian (Dvoretsky)

συλλοχίζω: (о солдатах или войсковых подразделениях)
1 сводить, соединять (εἰς ἓν τάγμα Plut.);
2 разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);
3 выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].

Greek Monotonic

συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.

Middle Liddell

fut. σω
to incorporate soldiers, Plut.