ἀρείφατος
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
Ep. ἀρηΐφατος, ον, (cf. φόνος, πέφαται)
A slain by Ares, i.e. slain in war, Il.19.31, etc.; ψυχαί [Heraclit.]136, cf. 24; φόνοι Ἀ. E.Supp.603 (lyr.).
2 later, = Ἄρειος, martial, Ἀρείφατος ἀγών, λῆμα, A.Eu.913, Fr. 147; κόποι E.Rh.124.
3 slaying in war, ἀνέρες Orph.A.514.
Spanish (DGE)
(ἀρείφᾰτος) -ον
• Alolema(s): ép.-jón. ἀρηΐφᾰτος Il.19.31, 24.415, Od.11.41, Heraclit.B 136, cf. 24, AP 7.741.6 (Crin.), Orph.A.514, Sch.D.T.234.15
• Prosodia: [ᾰρ-]
1 matado por Ares, muerto en el combate φῶτες Il.ll.cc., ἄνδρες Od.l.c., ψυχαί Heraclit.B 136, cf. 24, φόνοι ἀ. muertes causadas por la guerra E.Supp.603, νέκυες AP l.c.
2 que mata en el combate, marcial, valiente, belicoso ἀγῶνες A.Eu.913, λῆμα A.Fr.147, κόποι E.Rh.124, ἀνέρες Orph.l.c., ἄνδρες Sch.D.T.l.c., cf. A.Fr.146b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tué par Arès, càd dans le combat;
2 qui tue dans le combat, càd belliqueux, vaillant.
Étymologie: Ἄρης, R. Φα tuer ; cf. πεφνεῖν.
Greek Monotonic
Ἀρείφᾰτος: [ᾰρ], Επικ. Ἀρηΐφατος, -ον (*φένω)·
I. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. = Ἄρειος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρείφᾰτος: Ἐπ. ἀρηΐφατος, ον, (*φένω, πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, πολεμικός, ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον λῆμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.
Russian (Dvoretsky)
ἀρείφᾰτος: эп. ἀρηΐφᾰτος 2
1 павший на войне Hom.;
2 воинственный, бранный Aesch., Eur.
Middle Liddell
[*φένω
I. slain by Ares, i. e. slain in war, Il., Eur.
II. = Ἄρειος, Aesch.