ἐπιτελείωσις

From LSJ
Revision as of 18:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελείωσις Medium diacritics: ἐπιτελείωσις Low diacritics: επιτελείωσις Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: epiteleíōsis Transliteration B: epiteleiōsis Transliteration C: epiteleiosis Beta Code: e)pitelei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A after-offering, especially in thanksgiving for the birth of a child, Pl. Lg.784d. II accomplishment, completion, τῆς εὐχῆς Plu.Num. 14, cf. 2.961c; ἐ. τῆς πολιτείας, of the Censorship at Rome, Id.Cat. Ma.16, Flam.18.

German (Pape)

[Seite 990] ἡ, die Vollendung, τῆς εὐχῆς u. ä. Plut. oft, z. B. Num. 14; πολιτείας, die höchste Würde im Staate, Flam. 18 Cat. mai. 16. – Plat. Legg. VI, 784 d μήτε εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις, gewöhnlich Dankopfer nach der Geburt eines Kindes erklärt.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
accomplissement, particul. action de remplir une charge.
Étymologie: ἐπιτελειόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελείωσις: εως ἡ
1 исполнение, совершение (τῆς εὐχῆς Plut.);
2 завершение, доведение до высшей степени (τῆς εὐδαιμονίας Plut.): ἐ. τῆς πολιτείας Plut. высший государственный пост (о римск. censura);
3 благодарственная жертва (за новорожденного), освящение (αἱ τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, κατόπιν γινομένη προσφορά, ἰδίως εὐχαριστήριος ἐπὶ τῇ γεννήσει τέκνου, ἐπιτελείωσις παίδων Πλατ. Νόμοι 784D. ΙΙ. ἐκτέλεσις, συμπλήρωσις, τινος Πλουτ. Νουμ. 14. 2, 961C· ἐπ. τῆς πολιτείας, περὶ τῆς Τιμητείας ἐν Ρώμῃ, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 16, Φλαμιν. 18.

Greek Monolingual

ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) επιτελειώ
1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.)
2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.)
3. τέλεια, ύψιστη μορφή.

Greek Monotonic

ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, εκτέλεση, αποπεράτωση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπιτελείωσις, εως [from ἐπιτελειόω
accomplishment, completion, Plut.