κονδύλωμα

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλωμα Medium diacritics: κονδύλωμα Low diacritics: κονδύλωμα Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ
Transliteration A: kondýlōma Transliteration B: kondylōma Transliteration C: kondyloma Beta Code: kondu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.

German (Pape)

[Seite 1480] τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδύλωμα: τό, ὄγκος, τυλῶδες οἴδημα, Ἱππ. 893C, H, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.