καλλιπάρῃος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
German (Pape)
[Seite 1310] schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρθένος Ant. Th. 46 (IX, 96).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: καλός, παρειά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπάρῃος -ον, Dor. καλλιπάρᾳος [καλός, παρειά] met fraaie wangen.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπάρῃος: (πᾰ) с прекрасными ланитами (Χρυσηΐς Hom.; παρθένος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπάρῃος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον Ἰλ. Α. 143· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος Ὀδ. Ο. 123· Λητοῖ... καλλιπαρῄῳ Ἰλ. Ω. 607· ὅτ’ ἄγετο καλλιπάρᾳον ἢ καλλίπαχυν κόραν Βακχυλ. ΧΙΧ. 4 Blass. κτλ.· - καλλιπάρειος παρὰ Πολυδ. Β΄, 87.
English (Autenrieth)
(παρειά): faircheeked.