αἰπός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ή, όν, high, lofty, of cities, Il.13.625, al.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.8.369, Hes.Oxy.1358.2.23: αἰπόν, τό, dub. in Ath.Mitt.31.138 (Athens).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 construido en un alto de ciudades Il.13.625, Od.8.516, Τυμφρηστός Euph.140.
2 que se precipita desde lo alto ῥέεθρα Il.21.9, Hes.Fr.150.23, A.R.1.927.
3 subst. τὸ αἰ. dud. suelo escarpado, irregular, IG 22.1665.7 (IV a.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 escarpé, situé sur une hauteur;
2 difficile à franchir (torrent).
Étymologie: αἰπύς.
German (Pape)
ή, όν, hoch, = αἰπύς, Hom. nur αἰπὰ ῥέεθρα Il. 8.369, 21.9, πόλιν αἰπήν Il. 13.625, Od. 3.130, 8.516, 13.816; – Alex.D.
Russian (Dvoretsky)
αἰπός:
1 высокий (πόλις Hom.);
2 свергающийся с высоты (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ αἰπύς, = ὑψηλός, ἐπηρμένος, περὶ πόλεων, Ἰλ. Ν. 625., καὶ ἀλλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ῥεῖθρα καταπίπτοντα καθέτως ἀφ’ ὑψηλοῦ, Ἰλ. Θ. 369. Φ. 9.
Greek Monotonic
αἰπός: -ή, -όν, Επικ. αντί αἰπύς, υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από ψηλά, στο ίδ.
Middle Liddell
[epic for αἰπύς,]
high, lofty, of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.
Léxico de magia
-όν alto, arrogante de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή a ti te suplico, astuta y arrogante P IV 2266 (cj. Pr.)