κορυθάϊξ

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠθάϊξ Medium diacritics: κορυθάϊξ Low diacritics: κορυθάϊξ Capitals: ΚΟΡΥΘΑΪΞ
Transliteration A: korytháïx Transliteration B: korythaix Transliteration C: korythaiks Beta Code: koruqa/i+c

English (LSJ)

[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω) helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.

French (Bailly abrégé)

άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).

German (Pape)

ἶκος, den Helm erschütternd, so daß sich der Helmbusch bewegt, πτολεμιστής Il. 22.132.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθάϊξ: άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема (πτολεμιστής Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.

Greek Monolingual

κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυάϊξ, τριχάϊξ].

Greek Monotonic

κορυθάϊξ: [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την περικεφαλαία, που έχει δηλ. λοφίο που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.