πυρρότης
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ητος, ἡ, redness, of hair, Arist.GA785a20, Gal.6.21.
German (Pape)
ητος, ἡ, Feuerfarbe, rötliche, goldgelbe Farbe, Arist. gen.anim. 5.5.
Russian (Dvoretsky)
πυρρότης: ητος ἡ огненно-красный или темно-оранжевый цвет Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότης: -ητος, ἡ, τὸ πυρρὸν χρῶμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 3, Γαλλην.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πυρρός
(για τρίχες) η ιδιότητα του κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.).