φιλολογέω
English (LSJ)
love learning, pursue learning, study, Sopat.6.6, Plu. 2.133b, Cat.Mi.6, Arr.Epict.3.10.10:—Pass., τὰ φιλολογηθέντα learned discourses, Plu.2.612e; ἅλις ὑπὲρ τῆς . . τῶν σχημάτων χρήσεως . . τοσαῦτα πεφιλολογῆσθαι Longin.29.2.
German (Pape)
[Seite 1281] eigtl. das Reden lieben; gew. Gelehrsamkeit u. Literatur lieben u. treiben, über gelehrte u. literarische Gegenstände sprechen od. schreiben, gelehrte Gespräche führen, gelehrte Kenntnisse haben, Plut. Cat. min. 6, oft, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 litt. aimer la parole, les discours, particul. la littérature ou l'érudition;
2 s'occuper de littérature ou d'érudition, disserter en gén. : τὰ φιλολογηθέντα PLUT sujets de dissertation.
Étymologie: φιλόλογος.
Russian (Dvoretsky)
φιλολογέω: любить или вести ученые беседы (φ. παρὰ δεῖπνον Plut.): τὰ φιλολογηθέντα Plut. научные вопросы, темы ученых бесед.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλολογέω: ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, σπουδάζω περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς ὑπόθεσις λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.
Greek Monotonic
φιλολογέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ τη μάθηση ή τη μελέτη, σε Πλούτ.