νέορτος

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέορτος Medium diacritics: νέορτος Low diacritics: νέορτος Capitals: ΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: néortos Transliteration B: neortos Transliteration C: neortos Beta Code: ne/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι) newly arisen, τί δ' ἐστίν, ὦ παῖ Λαΐου, ν. αὖ; S. OC1507; of persons, new, ἁ ν. ἅδε νύμφα Id.Tr.894 (lyr.); also, youthful (expld. by ἔφηβος, Phot.), τὰν ν. Ἑρμιόναν S.Fr.872 (lyr., νεοργόν or -ουργόν codd. Plu.).

German (Pape)

[Seite 243] neu erregt, -entstanden, jung, frisch; τί δ' ἐστὶν νέορτον αὖ; Soph. O. C. 1503, vgl. Trach. 890.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de surgir, d'où
1 nouveau, récent;
2 au fém. jeune femme, nouvelle épouse.
Étymologie: νέος, ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νέορτος: II adj. f новобрачная (νύμφα Soph.).
вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?

Greek (Liddell-Scott)

νέορτος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ νεωστὶ ἐγερθείς, νέος, ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1507· ἐπὶ προσώπων, ἁ ν. ἅδε νύμφα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 894· τὰν ν. Ἑρμιόναν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 791.

Greek Monolingual

νέορτος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος
2. το αρσ. ως ουσ.νέορτος
νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον
πρόσφατο συμβάν («τί δ' ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. θέ-ορτος, παλίν-ορτος].

Greek Monotonic

νέορτος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που μόλις εμφανίστηκε, νέος, πρόσφατος, λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.

Middle Liddell

νέ-ορτος, ον ὄρνυμι
newly arisen, new, Soph.