ποσθία
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, A foreskin, Ph.2.211. II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.
Greek (Liddell-Scott)
ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η ακροβυστία, η ακροποσθία
2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία.