εἰσίπταμαι
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
= εἰσπέτομαι (q.v.).
Spanish (DGE)
volar hacia, abatirse sobre εἰς τὰς κοίλας δρῦς de un insecto, Clitarch.14.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.
French (Bailly abrégé)
ao. εἰσεπτάμην, ao.2 εἰσέπτην;
1 entrer en volant;
2 voler à travers ; fig. ἡ φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον HDT le bruit se répandit rapidement à travers le camp ; avec un dat. de pers. arriver rapidement jusqu'à qqn.
Étymologie: εἰς, ἵπταμαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.
Russian (Dvoretsky)
εἰσίπταμαι: ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)
1 влетать (πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.);
2 взлетать, взвиваться (διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.);
3 перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии (φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον ἅπαν Her.).