προκαταθέω
From LSJ
English (LSJ)
run down before, v.l. in X. An.6.3.10.
German (Pape)
[Seite 728] (s. θέω), vorher od. voran herablaufen, gegen Einen einen Streifzug machen, Xen. An. 6, 1, 10.
French (Bailly abrégé)
courir en avant.
Étymologie: πρό, καταθέω.
Russian (Dvoretsky)
προκαταθέω: выбегать вперед, т. е. совершать набеги (οἱ ἱππεῖς προκαταθέοντες Xen. - v.l. καταθέοντες).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταθέω: τρέχω πρὸς τὰ κάτω πρότερον, Ξεν Ἀνάβ. 6. 3, 10.
Greek Monolingual
Α
τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»].
Greek Monotonic
προκαταθέω: τρέχω μπροστά από κάτι, σε Ξεν.