ἐπιμηνίω

From LSJ
Revision as of 12:32, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηνίω Medium diacritics: ἐπιμηνίω Low diacritics: επιμηνίω Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΩ
Transliteration A: epimēníō Transliteration B: epimēniō Transliteration C: epiminio Beta Code: e)pimhni/w

English (LSJ)

to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.

German (Pape)

[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμηνίω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.

English (Autenrieth)

only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.

Greek Monolingual

ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].
ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.

Greek Monotonic

ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε Il.