ἐπιφάσκω

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφάσκω Medium diacritics: ἐπιφάσκω Low diacritics: επιφάσκω Capitals: ΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: epipháskō Transliteration B: epiphaskō Transliteration C: epifasko Beta Code: e)pifa/skw

English (LSJ)

pretend, profess, c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14; act a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536.

German (Pape)

[Seite 999] (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.

French (Bailly abrégé)

alléguer, déclarer.
Étymologie: ἐπί, φάσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφάσκω: διισχυρίζομαι, ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.

Greek Monolingual

ἐπιφάσκω (Α)
1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾶσθαι», Ευσ.)
2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. του φημί «λέγω»].