αἱρετέος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
α, ον, A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al. II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut saisir par l'intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.
German (Pape)
wünschenswert, Xen. Mem. 1.1.7.
Russian (Dvoretsky)
αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.
Greek Monotonic
αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.