γυιοπαγής

From LSJ
Revision as of 13:07, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπᾰγής Medium diacritics: γυιοπαγής Low diacritics: γυιοπαγής Capitals: ΓΥΙΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gyiopagḗs Transliteration B: guiopagēs Transliteration C: gyiopagis Beta Code: guiopagh/s

English (LSJ)

ές, stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.

Spanish (DGE)

(γυιοπᾰγής) -ές
que pone rígidos los miembros, que los paraliza νιφάς AP 6.219.6 (Antip.Sid.), κάματοι IG 22.3783.6 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοπαγής -ές [γυῖον, πήγνυμι] die ledematen doet verstijven.

Russian (Dvoretsky)

γυιοπᾰγής: сковывающий члены (νιφάς Anth.).

Greek Monolingual

γυιοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

γυιοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που συσφίγγει, σκληραίνει, αποναρκώνει τα μέλη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.

Middle Liddell

γυῖον, πήγνυμι
stiffening the limbs, Anth.