ζῶστρον
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
τό, belt, girdle, Od.6.38(pl.).
German (Pape)
[Seite 1145] τό, Gürtel, neben πέπλοι u. ῥήγεα genannt, in der Wäsche, Od. 6, 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ceinture.
Étymologie: ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῶστρον -ου, τό [ζώννυμι] ceintuur, band.
Russian (Dvoretsky)
ζῶστρον: τό пояс Hom.
English (Autenrieth)
= ξώνη, Od. 6.38†.
Greek Monolingual
ζώστρον, τὸ (Α) ζώννυμι
ζώνη, ζωστήρας.
Greek Monotonic
ζῶστρον: τό (ζώννυμι), ζώνη, ζωνάρι, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶστρον: τό, ζώνη, ζωστήρ, Ὀδ. Ζ. 38.