Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόγαιος

From LSJ
Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόγαιος Medium diacritics: μεσόγαιος Low diacritics: μεσόγαιος Capitals: ΜΕΣΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: mesógaios Transliteration B: mesogaios Transliteration C: mesogaios Beta Code: meso/gaios

English (LSJ)

ον, also α, ον, A inland, in the heart of a country, μ. οἰκέειν Hdt.1.145; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. μεσογαιότερος (v.l. -ειό-) Str.13.1.51: Att. also μεσόγεως, ων, Pl.Lg.909c; Ep. μεσσόγεως Call.Dian.37. II as substantive μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also μεσόγαια, τά, App.BC4.53. 2 μεσόγεια, ἡ, continent, Call.Del.168. III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.

German (Pape)

[Seite 138] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au milieu des terres.
Étymologie: μέσος, γαῖα.

Russian (Dvoretsky)

μεσόγαιος: II ἡ (sc. χώρα) Polyb. = μεσόγαια.
находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσόγαιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. μεσσόγεως, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.

Greek Monolingual

-ο (Α μεσόγαιος, -ον και, -αία, -ον)
βλ. μεσόγειος.

Greek Monotonic

μεσόγαιος: -ον, επίσης -α, -ον (γαῖα=γῆ),
I. αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην καρδιά της (ο ηπειρωτικός), σε Ηρόδ.· τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ, ο δρόμος που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης μεσόγεως, -ων, σε Πλάτ.
II. ως ουσ., μεσογαία, , τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, ενδοχώρα, Λατ. loca mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, , σε Θουκ., Δημ.

Middle Liddell

μεσό-γαιος, ον γαῖα, = γῆ]
inland, in the heart of a country, Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Hdt.

Mantoulidis Etymological

μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπό τό μέσος + γῆ.