μελίφθογγος

From LSJ
Revision as of 13:56, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφθογγος Medium diacritics: μελίφθογγος Low diacritics: μελίφθογγος Capitals: ΜΕΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: melíphthongos Transliteration B: meliphthongos Transliteration C: melifthoggos Beta Code: meli/fqoggos

English (LSJ)

ον, honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.

German (Pape)

[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.

English (Slater)

μελίφθογγος, -ον honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλίφθογγος, λαθίφθογγος)].

Greek Monotonic

μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελί-φθογγος, ον φθογγή
honey-voiced, Pind.