πλύσις
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, washing, Pl.R.429e, Str.10.1.6, Dsc.5.153, etc.
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, das Waschen, Reinigen, Plat. Rep. IV, 429 e u. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lessivage.
Étymologie: πλύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλύσις -εως, ἡ [πλύνω] het wassen.
Russian (Dvoretsky)
πλύσις: εως (ῠ) ἡ мойка, стирка (ἡ π. μετὰ ῥυμμάτων Plat.).
Greek Monotonic
πλύσις: [ῠ], -εως, ἡ, πλύσιμο, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πλύσις: [ῠ], εως, ἡ, τὸ πλύνειν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 429Ε, Στράβ. 446, κτλ.· ― οὕτω πλυσμός, οῦ, ὁ, Ἡσύχ.
Middle Liddell
πλῠ́σις, εως,
a washing, Plat.