φίλοπλος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ον, loving arms, AP11.195 (Diosc.), Epigr.Gr.223.7 (Milet.), Ephes.3 Nos.55,70, Vett.Val.17.24, Ptol.Tetr.61,69.
German (Pape)
[Seite 1283] Waffen, Krieg liebend, Dioscor. 20 (XI, 195).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les armes.
Étymologie: φίλος, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
φίλοπλος: любящий оружие, т. е. воинственный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοπλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ὅπλα, Ἀνθ. Π. 11. 195, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 223. 7,
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ-οπλος].
Greek Monotonic
φίλοπλος: -ον (ὅπλα), αυτός που αγαπά τα όπλα, σε Ανθ.