ἀνεμώκης

From LSJ
Revision as of 15:24, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμώκης Medium diacritics: ἀνεμώκης Low diacritics: ανεμώκης Capitals: ΑΝΕΜΩΚΗΣ
Transliteration A: anemṓkēs Transliteration B: anemōkēs Transliteration C: anemokis Beta Code: a)nemw/khs

English (LSJ)

ες, swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.

German (Pape)

[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.

Greek Monolingual

ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].

Greek Monotonic

ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.

Middle Liddell

ὠκύς
swift as the wind, Eur., Ar.