ἐκθαρρέω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
strengthened for θαρρέω, have full confidence, ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26; to be encouraged, ὑπό τινος Id.Galb. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρρέω.
German (Pape)
ion. ἐκθαρσέω, viel Zutrauen, Mut haben; ἐκτεθαρρηκότες τοῖς πράγμασιν Plut. Rom. 26; ὑπ' αὐτοῦ, ermutigt, Galb. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθαρρέω: и ἐκθαρσέω преисполняться надеждой, ободряться (τοῖς πράγμασι и ὑπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθαρρέω: ἐπιτεταμμένον ἀντὶ τοῦ θαρρέω, ἔχω πλήρη πεποίθησιν, μετὰ δοτ., ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Πλουτ. Ρωμ. 26 παραθαρρύνομαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. Γάλβ. 7.
Greek Monotonic
ἐκθαρρέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω strengthened for θαρρέω
to have full confidence in a person, c. dat., Plut.