ἡμίοπτος

From LSJ
Revision as of 16:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίοπτος Medium diacritics: ἡμίοπτος Low diacritics: ημίοπτος Capitals: ΗΜΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hēmíoptos Transliteration B: hēmioptos Transliteration C: imioptos Beta Code: h(mi/optos

English (LSJ)

ον, half-roasted, Alex.175, Luc.Gall.2 (v.l.), Hld.2.19.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]à moitié rôti.
Étymologie: ἡμι-, ὀπτός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίοπτος: наполовину изжаренный (κρέα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίοπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡψημένος, Ἄλεξ. Πανν. 4, Λουκ. Ἀλεκτρ. 2˙ ἴδε ἡμίθαλπτος.

Greek Monolingual

ἡμίοπτος, -ον (Α)
μισοψημένος, ατελώς ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οπτός «ψημένος»].

Greek Monotonic

ἡμίοπτος: -ον, μισοψημένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡμί-οπτος, ον
half-roasted, Luc.