ἡμίφαυλος
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον, halfknavish, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.
Greek Monolingual
ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.
Greek Monotonic
ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.