ἱστότονος
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ον, stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.
Greek Monolingual
ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκότονος, χορδότονος].
Greek Monotonic
ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.