ὑποξύριος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
α, ον, on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποξύριος: (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου φάρσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.