τανύδρομος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύδρομος: бегущий во всю прыть Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.
Greek Monolingual
και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].
Greek Monotonic
τᾰνύδρομος: -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.