ἀνέλιγμα

From LSJ
Revision as of 18:57, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλιγμα Medium diacritics: ἀνέλιγμα Low diacritics: ανέλιγμα Capitals: ΑΝΕΛΙΓΜΑ
Transliteration A: anéligma Transliteration B: aneligma Transliteration C: aneligma Beta Code: a)ne/ligma

English (LSJ)

ατος, τό, anything rolled up, ἀ. χαίτης a ringlet, AP6.210 (Philet.), cf. 7.485 (Diosc.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
sólo plu. rizo, bucle χαίτης AP 6.210 (Philet.), 7.485 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 222] τό, das Geringel, Gekräusel, χαίτης Philet. 1; Diosc. 38 (VI, 210).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enroulement, boucle.
Étymologie: ἀνελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλιγμα: ατος τό завиток, локон, прядь (ἀνελίγματα χαίτης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, (ἀνελίσσω) πᾶν ὅ,τι ἀνελίσσεται, χαίτης ἀνελίγματα, βόστρυχοι, «σγουρὰ μαλλιά», «κατσαρὰ» Ἀνθ. Π. 6. 210., 7. 485.

Greek Monolingual

ἀνέλιγμα, το (Α)
1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα
2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα.

Greek Monotonic

ἀνέλιγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε τυλιγμένο ή διπλωμένο, μπούκλα μαλλιών, μικρό δαχτυλίδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἀνελίσσω
anything rolled up, a ringlet, Anth.