ἐκπερισσῶς
From LSJ
English (LSJ)
Adv. more exceedingly, Ev.Marc.14.31.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une façon tout à fait excessive.
Étymologie: ἐκ, περισσός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπερισσῶς: с чрезвычайной силой, решительно (λαλεῖν NT - v.l. ἐκ περισσοῦ).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερισσῶς: ἐπίρρ. ἔτι μᾶλλον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. εἶναι ἐκ περισσοῦ.
Greek Monolingual
ἐκπερισσῶς (Α)
επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο.
Greek Monotonic
ἐκπερισσῶς: επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
more exceedingly, NTest.