αντίπαλος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) αντι - + παλος < πάλη
1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου
2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον
3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής
6) ο εχθρός
αρχ.
1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη
2. ο εξίσου μεγάλος
3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος
4. ο αμοιβαίος
5. ο αντίθετος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλον
α) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι
6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμα
γ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).