βουκαῖος

From LSJ
Revision as of 08:38, 30 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκαῖος Medium diacritics: βουκαῖος Low diacritics: βουκαίος Capitals: ΒΟΥΚΑΙΟΣ
Transliteration A: boukaîos Transliteration B: boukaios Transliteration C: voukaios Beta Code: boukai=os

English (LSJ)

ὁ, (βοῦκος) A cowherd, Nic.Th.5. II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
1 boyero o yuntero Nic.Th.5, Sch.Theoc.10.1.
2 arriero Nic.Fr.90, Sch.Theoc.10.1.
3 segador Sch.Theoc.10.1, Eust.962.13
labrador, Anecd.Ludw.152.25.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.

Russian (Dvoretsky)

βουκαῖος:погонщик волов или пашущий на волах Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.

Greek Monolingual

βουκαῖος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

βουκαῖος: ὁ (βοῦκος), Λατ. bubulcus, αγελαδάρης, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

βοῦκος
cowherd, Theocr.